συναρθροῦται

συναρθροῦται
συναρθρόομαι
to be joined by articulation
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναρθρώνω — συναρθρῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. συνδέω με άρθρωση, κυρίως, συνδέω τα επιμέρους τμήματα ενός πράγματος σε ένα αρμονικό σύνολο, συναρμολογώ, συναρμόζω αρχ. 1. γραμμ. συντάσσω με άρθρο 2. (μέσ. και παθ.) συναρθροῡμαι, όομαι α) συνδέομαι με άρθρωση («τὸ ἄνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”